ἀδρανῆ — ἀδρανής impotent neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀδρανής impotent masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀδρανής impotent masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδρανή αέρια — Βλ. λ. αέρια ευγενή … Dictionary of Greek
Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… … Dictionary of Greek
άζωτο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ν. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει ατομικό αριθμό 7 και ατομικό βάρος 14,008. Οφείλει το όνομά του (α στερητικό + ζωή) στο ότι δεν συντελεί στην αναπνοή και συνεπώς δεν διατηρεί τη ζωή. Το… … Dictionary of Greek
αδρανοποιώ — κάνω κάποιον (ή κάτι) αδρανή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδρανής + ποιώ] … Dictionary of Greek
απόθεμα — Η ποσότητα προϊόντων που φυλάσσεται στις αποθήκες μιας εμπορικής επιχείρησης και προορίζεται για την αγορά. Περιλαμβάνει τα τελικά προϊόντα διάθεσης, τα ημικατεργασμένα προϊόντα και τις πρώτες και βοηθητικές ύλες. Ενδέχεται τα προϊόντα αυτά (ή… … Dictionary of Greek
αργό — Χημικό στοιχείο, που ανήκει στην ομάδα των ευγενών αερίων. Έχει σύμβολο Ar, ατομικό αριθμό 18 και ατομικό βάρος 39,944· λιώνει στους 189,4°C και βράζει στους 185,4°C κάτω από πίεση μίας ατμόσφαιρας. Ο Χένρι Κάβεντις, μελετώντας τον αέρα το 1785,… … Dictionary of Greek
γένεση — η (AM γένεσις) 1. γέννηση, δημιουργία εκ του μηδενός 2. το πρώτο βιβλίο τής Παλαιάς Διαθήκης αρχ. μσν. εποχή, γενιά νεοελλ. 1. η αναπαραγωγή* 2. φρ. «αυτόματη γένεση ή αυτογένεση» η θεωρία τής προέλευσης τών ζώντων οργανισμών από αδρανή ύλη μσν.… … Dictionary of Greek
διαφοροποίηση — Η μεταβολή ομοίων πραγμάτων σε διαφορετικά. (Βιολ.) Όρος που σημαίνει βασικά εξειδίκευση. Υπό αυτή την έννοια, η δ. ορίζεται ως η πορεία που ακολουθείται από ένα σύνολο όμοιων κυττάρων, ώστε να δημιουργούνται πολλοί διαφορετικοί δομικά και… … Dictionary of Greek
ζωή — Παρότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ζ. αποτελούν ακόμα αντικείμενο συζητήσεων, μπορούμε να δεχτούμε τον ορισμό ότι: ζωντανό είναι το ον εκείνο που, εξατομικευμένο στο περιβάλλον για έναν καθορισμένο χρόνο, έχει την ικανότητα να διατρέφεται, να… … Dictionary of Greek